αποστήθιση

αποστήθιση
η
το να μαθαίνει κανείς απέξω κάτι: Η αποστήθιση δεν είναι μάθηση, αλλά παπαγαλισμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποστήθιση — η η απομνημόνευση …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • απομνημόνευση — η (Α ἀπομνημόνευσις) νεοελλ. 1. προσπάθεια, εργασία για να συγκρατηθεί κάτι στη μνήμη 2. συγκράτηση στη μνήμη, αποστήθιση αρχ. διήγηση από μνήμης …   Dictionary of Greek

  • εκμάθηση — η (AM ἐκμάθησις) πλήρης μάθηση, το να μαθαίνει κάποιος πολύ καλά κάτι αρχ. 1. αποστήθιση 2. διδασκαλία …   Dictionary of Greek

  • κράντωρ — (3oς αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από τους Σόλους της Κύπρου. Μαθητής του Ξενοκράτη στην Ακαδημία, είναι ο πρώτος γνωστός υπομνηματιστής του Τιμαίου του Πλάτωνα. Από τα έργα του, αξιόλογη ήταν μια μικρή πραγματεία Περί πένθους –τη θαύμασε ο στωικός… …   Dictionary of Greek

  • παπαγαλία — η [παπαγάλος] 1. μηχανική απομνημόνευση, άκριτη αποστήθιση 2. (χωρίς άρθρο ως επίρρ.) με παπαγαλίστικο τρόπο, σαν παπαγάλος, με άκριτη απομνημόνευση …   Dictionary of Greek

  • παπαγαλισμός — ο [παπαγαλίζω] 1. μηχανική επανάληψη τών λόγων κάποιου 2. η εκφώνηση κειμένου αυτολεξεί και χωρίς κατανόηση ύστερα από αποστήθιση …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Αθεϊκά — Χαρακτηρισμός που επικράτησε να δίνεται στον κύκλο των επεισοδίων και των διωγμών που σημειώθηκαν στον Βόλο το 1908, με την ίδρυση του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου και τη δημιουργία του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Ο κύκλος έκλεισε με τη δίκη… …   Dictionary of Greek

  • έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”